Adv. whither, v. οἷ.
v. οἷ².
οἷπερ: adv. [intens. к οἷ] куда же.
οἷπερ: Ἐπίρρ. πρὸς ὃ μέρος, Λατ. quo, ἴδε ἐν λ. οἷ.
οἷπερ (Α)(δ. γρφ·) επίρρ. βλ. οι (II).
οἷπερ: επίρρ., σε όποιον τόπο, όπου, Λατ. quo, βλ. οἷ.
whither, Lat. quo, v. οἷ.