οἷ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
enclit. οἱ, dat sg. of Pron. of 3 pers. masc. and fem.;
A v. οὗ.relat. Adv.
A whither, οἷ μολὼν δώσεις δίκην S.Ant.228; οἴκησις οἷ πορεύομαι ib.892, cf. El.8; οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα Ar.Ach. 836; οἷ χρὴ βλέπειν Pl.Lg.714b; οἷ (i.e. εἰς ἃ) μὲν ἔδει δαπανώμενον... οἷ δ' οὐδὲν ἔδει ἀναλώσαντα Id.Virt.378b; so οἷ δή Id.Prm.127c; οἷπερ S.El.404, Ar.Fr.403: freq. c. gen., οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις to what a depth of dishonour, S.El.1035; οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας D.4.9.
2 with Verbs of ending, οἷ φθίνει τύχα where, i.e. how, in what, it ends, E. Hipp.371; so οἷ τελευτᾷ κακίας in what state of vice he ends, Pl.Smp. 181e. (Orig. loc. of ὅς.)
German (Pape)
[Seite 297] dat. sing. des pron. pers. der dritten Person,ihm, ihr; Hom. u. folgde Dichter; περιβάλοντό οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί, Aesch. Ag. 1118; bei Her. auch pleonastisch zugesetzt, wo schon der dat. des nomen vorausgeht, τῇ Ἀθηναίῃ προπύλαια θωυμάσιά οἱ ἐξεποίησε, 1, 175, vgl. 6, 68; – gew. reflexiv, Hom. u. Her., vgl. über den Gebrauch der Attiker οὗ. – Das ep. ἑοῖ ist nie enklitisch u. immer reflexiv, ἑοῖ αὐτῷ, sich selbst, Il. 13, 495 Od. 4, 38; ἦ γὰρ ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον – λιτέσθαι, Il. 16, 47. – Ap. Rh. bezieht es auf die erste u. zweite Person, εἰ μὴ τηλόθι ἕξω χεῖρας ἐμάς, μετέπειτά γ' ἀτεμβοίμην ἑοῖ αὐτῇ, = ἐμαυτῇ, 3, 98, u. ῥηϊδίως δ' ἂν ἑοῖ καὶ ἀπείρονα λαὸν ἀγείροις, 1, 893, = σεαυτῷ. – Es hat wie οὗ und ἕ das Digamma.
French (Bailly abrégé)
1v. οὗ.
2adv. relat.
1 où avec mouv.
2 jusqu'à quel point : οἷ ἀτιμίας SOPH jusqu'à quel degré de déshonneur ; οἷπερ, m. sign. avec mouv.
Étymologie: locatif de ὅς.
English (Autenrieth)
see οὗ.
Greek Monotonic
οἷ: αναφορ. επίρρ. (από το ὅς), όπου, εκεί, Λατ. quo, σε Τραγ.· οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα, σε Αριστοφ.· με γεν., οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις, σε ποιο βάθος ατιμίας με οδηγείς, σε Σοφ.
2. με ρήματα που δηλώνουν στάση, οἷ φθίνει τύχα, που, δηλ. πώς, σε ποιο σημείο σταματά, σε Ευρ.· ομοίως, οἷ κακίας τελευτᾷ, σε ποια κατάσταση διαφθοράς καταλήγει, σε Πλάτ.
• οἷ: εγκλιτ. οἱ, δοτ. ενικ. αρσ. και θηλ. της προσ. αντων. γʹ προσ., βλ. οὗ.
Russian (Dvoretsky)
οἷ: II adv. relat.
1 куда (οἷ δ᾽ ἱκάνομεν Soph.): οἷ μολών Soph. по прибытии куда;
2 до какой степени: οἷ ἀτιμίας Soph. до какого бесчестия; οἷ δεῖ τελευτᾶν Plat. до необходимого конца.
οἷ:
I dat. к οὖ I.
Middle Liddell
relat. adv. [from ὅς]
1. whither, Lat. quo, Trag.; οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα Ar.:—c. gen., οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις to what a height of dishonour you lead me, Soph.
2. with Verbs of rest, οἷ φθίνει τύχα where, i. e. how, in what, it ends, Eur.; so, οἷ κακίας τελευτᾷ in what state of vice he ends, Plat.