[Seite 414] τά, = Folgdm, Hesych. erkl. κατάργματα.
οὐλόχυτα: «τὰ κατάργματα» Ἡσύχ.
οὐλόχυτα, τὰ (Α)ουλοχύται.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλοχύται, με αλλαγή γένους].