ουλοχύται

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

οὐλοχύται, αἱ (Α)
1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. οὐλὰς χυτάς ή απλώς για σύνθ. < οὐλαί + χέω + επίθημα -τος].