-ίδος, ἡ, = ἀμίς, EM642.40.
οὐρίς: -ίδος, ἡ, = ἀμίς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγάλ. Ἐτυμ.
οὐρίς, -ίδος, ἡ (Α)δοχείο για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + επίθημα -ίς].