οὐσίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, substantification, Dam.Pr.83 bis, Simp.in Ph.433.17.

German (Pape)

[Seite 420] ἡ, das zu Wesen machen, K. S.

Greek Monolingual

οὐσίωσις, ἡ (ΑΜ) ουσιώ
η δημιουργία ύπαρξης, η γένεση.