οὔλαφος

English (LSJ)

νεκρός, Hsch. οὖλε, v. οὔλω.

German (Pape)

[Seite 412] (?), erkl. Hesych. νεκρός.

Greek Monolingual

οὔλαφος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεκρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + εκφρ. επίθημα -φος (πρβλ. κρότος: κρόταφος). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό τη λ. ἀφή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: corpse (s. below).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With φο-suffix in οὔλαφος νεκρός H., often connected with οὖλος 3.; also in οὑλαφη-φόρος bearer of corpses (Call. Iamb. 1, 234); cf. Chantraine Form. 263 (to be rejected Bechtel Dial. 3, 323). - To my mind rather an independent Pre-Greek word.
See also: s. 3. οὖλος.

Frisk Etymology German

οὔλαφος: {oúlaphos}
Meaning: νεκρός H.
See also: s. 3. οὖλος.
Page 2,443