πάγκλειτος

English (LSJ)

πάγκλειτον, all-renowned, Castorio 2.

German (Pape)

[Seite 435] allberühmt, ἔπη, Castorion bei Ath. X, 455 a, wo das ms. πάγκλητα hat, Casaub. πάγκλυτα lesen wollte.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκλειτος: -ον, ὁ κατὰ πάντα περίφημος, περιφημότατος, Καστορίων παρ’ Ἀθην. 455A· Ἀντίγραφ. πάγκλυτα.

Greek Monolingual

πάγκλειτος, -ον (ΑΜ)
ξακουστός σε όλα, κατά τα πάντα περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλειτός (< κλέος), πρβλ. δουρίκλειτος].