πάλημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = πάλη (the finest meal, pollen, pulvis, wrestling, battle, fight)², π. ὀρόβοιο Nic. Al. 551.

German (Pape)

[Seite 447] τό, seines, durchgesiebtes Mehl; μυλοεργὲς ὀρόβοιο, Nic. Al. 551; Poll. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

πάλημα: τό, = πάλη, τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

Greek Monolingual

πάλημα, τὸ (Α)
πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. -ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)].