πάλμα

German (Pape)

[Seite 452] τό, das Geschwungene, auch der Schwung, Sprung, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πάλμα: τό, = παλμός, Γραμμ.

Greek Monolingual

(I)
η
1. ναυτικό εργαλείο στη ναυπηγική ξυλουργική για τη μέτρηση του πάχους τών καταρτιών
2. μετρική μονάδα μήκους η οποία ισούται με τέσσερεις δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «παλάμη» (πρβλ. παλάμη)].
(II)
το (Α πάλμα)
ο παλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλω. Πρόκειται μάλλον για αμάρτυρο τ., ο οποίος πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραγωγή του παλματίας].