πάμφημος

English (LSJ)

πάμφημον, all-speaking, Zonar.

German (Pape)

[Seite 455] Erkl. von πανομφαῖος, Zon.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφημος: -ον, ὁ τὰ πάντα λαλῶν, λέξις πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πανομφαῖος, Ζωναρ. Λεξ 1498.

Greek Monolingual

πάμφημος, -ον (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύφημος].