-ουν, contr. for πάνθροος.
-ουν, και -οος, -οον, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό-θρους].
zusammengezogen aus πάνθροος.