πάνθροος
From LSJ
English (LSJ)
πάνθροον, contr. πάνθρους, πάνθρουν, speaking out freely, δῆμος Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] zsgz. πάνθρους, Alles dreist herausschwatzend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πάνθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, «πανθρ(ό)ῳ δήμῳ· παρρησίαν ἄγοντι δήμῳ, πάντα θροοῦντι, ὥστε μηδὲν ὑποστέλλεσθαι» Ἡσύχ.