v. πᾶς.
πάνσα: πᾶσα, Ἐπιγ. Κρήτ. Mus Ital. II, σ. 190 n. 83, 84, 1, πάνσαι, = πάσῃ, αὐτόθι n. 60· πάνσας = πάσης, Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν Τέῳ, (ἴδε πάνσας) πάνσιν = πᾶσι Dittenb.1 258, 9, (ἴδε πάνσαν).
Αβλ. πας.