πάνυγρος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, quite damp or wet, Plu.2.355f, Man.1.87, etc.; τὸ π. Γαληνοῦ, of an application, Aët.15.33; mostly v.l. for πάρυγρος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 465] ganz feucht, zw.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout humide.
Étymologie: πᾶν, ὑγρός.

Russian (Dvoretsky)

πάνυγρος: (ᾰ) совершенно влажный: ἐν πανύγροις Plut. в водной стихии.

Greek (Liddell-Scott)

πάνυγρος: -ον, ὅλως ὑγρός, κάθυγρος, Πλούτ. 2. 355F, Μανέθων 1. 87, κτλ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς διαφορ. γραφὴ ἀντὶ πάρυγρος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο εντελώς υγρός.