πάριππος
English (LSJ)
πάριππον,
A riding beside, Plb.11.18.5.
2 keeping pace with a horse, Poll.5.40.
II additional horse, outrunner, Cod.Just.12.50.4, Lyd. Mag.3.7.
German (Pape)
[Seite 523] daneben reitend od. neben dem Pferde laufend, Pol. 11, 18, 5; vgl. Poll. 5, 41.
Russian (Dvoretsky)
πάριππος: ὁ едущий рядом верхом Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πάριππος: -ον, ὁ πλησίον ἱππεύων, σύντροφος, Πολύβ. 11. 18, 5. 2) ὁ παρὰ τὸν ἵππον πορευόμενος, συμβαδίζων, ὡς τὸ ἅμιππος, Πολυδ. Ε΄, 40, ΙΙ. = παράσειρος, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτικ. 3. 7.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πάριππος
πρόσθετο άλογο
αρχ.
1. αυτός που προχωρεί έφιππος δίπλα σε κάποιον, ο σύντροφος στην ιππασία
2. αυτός που βαδίζει δίπλα στο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵππος.