πάροιμος

English (LSJ)

πάροιμον, by the road, neighbour, Hsch.:—also παροιμώσαντες· ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ, Id.

German (Pape)

[Seite 525] am Wege, Hesych. erklärt πάροδος, γείτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ καθ' ὁδόν, ὁ γείτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶμος «οδός, δρόμος»].