πάστας

English (LSJ)

α, ὁ, (πάομαι) owner, Leg.Gort.2.43, al.

Greek (Liddell-Scott)

πάστας: α, ὁ, κύριος, δεσπότης, Κρητ. λέξις ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 53, 60.

Greek Monolingual

-α, ὁ, Α
κύριος, δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ του άχρηστου ενεστ. πάομαι με -σ- (πιθ. κατ' επίδραση του αόρ. -πασ-άμην) + επίθημα -τᾱς / -της].