πάσωλος

English (LSJ)

v. πασίολος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φασίολος, η φασολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / faseolus, υποκορ. του phasēlus (< φάσηλος «φασόλι»), πρβλ. πασίολος].