φασολιά

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

και φασουλιά, η, Ν φασόλι / φασούλι
(βοτ.) κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φασίολος, το οποίο ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, και το οποίο περιλαμβάνει σημαντικότατα από οικονομική άποψη είδη, καλλιεργούμενα σε όλο τον κόσμο για τους εδώδιμους καρπούς και τα σπέρματά τους, τα γνωστά φασόλια.