πέζευσις

Greek (Liddell-Scott)

πέζευσις: -εως, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἵππου κατάβασις, Νικήτ. Χρον. 35D.

Greek Monolingual

ἡ, Μ πεζεύω
η κάθοδος από το άλογο, η αφίππευση.