πεζεύω
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
A go or travel on foot, walk, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (where πόδα is pleon.) E.Alc.869 (anap.); οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Arist.PA669b7; π. περὶ τὴν τροφήν, of certain birds, Id.HA593a25, cf. GA751b13.
2 go or travel by land, opp. going by sea, X.An.5.5.[4], Plb.16.29.11; π. μετὰ τῶν ἵππων Id.10.48.6; οἱ πεζεύοντες land-forces, Arist.Pol. 1327b10; π.διὰ τῆς θαλάσσης, of Xerxes passing by his bridge over the Hellespont, Isoc.4.89; π. τὴν θάλασσαν pass it like dry land, Philostr.Im.1.8; simply, march, pass through, ἀνοδίας Ph.2.257:—Pass., ὁ Ἄθως πλείσθω καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Luc.Rh.Pr.18; ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός by land, Str.6.3.5; πεζεύεται impers., ταῖς ἁρμαμάξαις Id.4.1.14.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς θαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N.T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη ὁδός, Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν θάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.
French (Bailly abrégé)
1 intr. aller par terre abs. ; πόδα π., avec ἐπί ou le gén. aller par terre ; π. διὰ τῆς θαλάσσης ISOCR aller sur mer comme sur la terre ferme;
2 tr. traverser à pied ; Pass. être traversé ou parcouru à pied.
Étymologie: πεζός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζεύω [πεζός] te voet reizen: (met pleon. πόδα). ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων op de aarde lopend Eur. Alc. 869; πεζεῦσαι διὰ τῆς θαλάσσης τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ζεύξας over zee marcheren door de Hellespont te overbruggen Isocr. 4.89; οἱ πεζεύοντες de landmacht Aristot. Pol. 1327b10.
Russian (Dvoretsky)
πεζεύω:
1 передвигаться пешком, идти (ἐπὶ γαίας Eur.);
2 идти сухим путем (μέχρι ἐνταῦθα ἐπέζευσεν ἡ στρατιά Xen.): οἱ πεζεύοντες Arst. сухопутные войска; π. διὰ τῆς θαλάσσης Isocr. переходить море (о переходе армии Ксеркса через Геллеспонт по мосту); ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Luc. пусть Геллеспонт переходится по-суху.
English (Strong)
from the same as πεζῇ; to foot a journey, i.e. travel by land: go afoot.
English (Thayer)
(πεζός, which see); to travel on foot (not on horseback or in a carriage), or (if opposed to going by sea) by land: Xenophon, Isocrates, Polybius, Strabo, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν πεζός
νεοελλ.-μσν.
κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
νεοελλ.-αρχ.
1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ
2. ταξιδεύω διά ξηράς
μσν.-αρχ.
(κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη θάλασσα σαν να είναι ξηρά
αρχ.
1. (για πτηνά) κατεβαίνω στο έδαφος και περπατώ («πάντων δὲ ὡς εἰπεῖν τῶν ὀρνίθων οἱ μὲν πεζεύουσι περὶ τὴν τροφήν», Αριστοτ.)
2. παθ. πεζεύομαι
μτφ. γεφυρώνομαι, γίνομαι διαβατός με γέφυρα
3. η μτχ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πεζεύοντες
οι πεζικές δυνάμεις, το πεζικό
4. φρ. «ἡ πεζευομένη ὁδός» — η οδός που είναι διαβατή πεζή, με τα πόδια, η διά ξηράς οδός.
Greek Monotonic
πεζεύω: μέλ. -σω (πεζός)·
1. πηγαίνω ή ταξιδεύω με τα πόδια, περπατώ αντίθ. προς ιππεύω, σε Ευρ.
2. πηγαίνω από την ξηρά, αντίθ. προς το πηγαίνω από τη θάλασσα, σε Ξεν.· οἱ πεζεύοντες, δυνάμεις ξηράς, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πεζεύω: (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ πεζῇ, περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ ἱππεύω ἢ ἐλαύνω ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων (ἔνθα τὸ πόδα κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· οὔτε ἄπουν οὔτε πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ Ἄθως πλείσθω, καὶ ὁ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8.
Middle Liddell
πεζεύω, fut. -σω πεζός
1. to go or travel on foot, walk, opp. to riding, Eur.
2. to go by land, opp. to going by sea, Xen.; οἱ πεζεύοντες land-forces, Arist.
Chinese
原文音譯:pezeÚw 胚秋哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:腳
字義溯源:步行,陸路旅行;源自(πεζῇ / πεζός)=步行的);而 (πεζῇ / πεζός)出自(πούς)*=足,腳)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 步行(1) 徒20:13