ἡ, poet. form of πένθος, A.Ag.430 (lyr.).
[Seite 554] ἡ, poet. Nebenform von πένθος, Aesch. Ag. 419.
πένθεια -ας, ἡ poët. voor πένθος.
πένθεια: ἡ Aesch. = πένθος.
ἡ, Α πένθος(ποιητ. τ.) η κατάσταση του πένθους.
πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.
πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ πένθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 430.
πένθεια, ἡ, [poetic form of πένθος, Aesch.]