πέσος
English (LSJ)
εος, τό, = πτῶμα ΙΙ, πέσεα E.Ph.1298 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 603] τό, = πέσημα, πτῶμα, Fall, Eur. Phoen. 1307, im plur., Wucht, Schwere.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέσος -εος, τό [πίπτω] val:. πέσεα... αἱμάξετον zij beiden zullen een bloederige val maken Eur. Phoen. 1298.
Russian (Dvoretsky)
πέσος: εος τό труп, мертвец Eur.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- του αόρ. β' ἔ-πεσ-ον του πίπτω, κατά τα ουδ. σε -ος].
Greek Monotonic
πέσος: τό, = πτῶμα II. πληθ. πέσεα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πέσος: τό, = πτῶμα ΙΙ, πέσεα Εὐρ. Φοίν. 1299.