πέτσινος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
κατασκευασμένος από πετσί, δερμάτινος («πέτσινα γάντια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].