πετσί
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
το / πετζίν, ΝΜ
1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα
2. κατεργασμένο δέρμα ζώου
νεοελλ.
φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» — είναι πάρα πολύ αδύνατος
β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» — έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα
γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» — ένιωσα μεγάλο φόβο ή έκπληξη
δ) «του τίναξαν το πετσί» — τον έδειραν αλύπητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι υποκορ. του ιταλ. pezzo, ενώ κατ' άλλη άποψη προέρχεται από τ. πεσκ-ίον, υποκορ. του πέσκος «φλούδα»].