πήλαξ

English (LSJ)

ακος, = πηλός, etym. of πηλακίζω, EM669.49.

German (Pape)

[Seite 610] ακος, ὁ, ein Schmutzfinke, VLL. leiten davon πηλακίζω ab.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
ο πηλός, η λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλακίζω.