πηλακίζω
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
etym. of προπηλακίζω, EM669.49, cf. πήλαξ; also found in PSI5.495.9 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 610] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ.
Greek (Liddell-Scott)
πηλᾰκίζω: πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προπηλακίζω, -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ λέξις πῆλαξ ὡς ῥίζα· πρβλ. πῆλυξ, καὶ ἴδε προπηλακίζω, προπηλακισμός.
Greek Monolingual
Α
ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα -αξ, -ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του συνθ. προ-πηλακίζω].