πήμων
English (LSJ)
πήμον, gen. ονος, baneful, Orph. Εὐχή 31.
German (Pape)
[Seite 611] ον, schädlich, Leid zufügend, Orph. H. 1, 31. Vgl. ἀπήμων.
Greek (Liddell-Scott)
πήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὀλέθριος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 31· πρβλ. ἀπήμων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
ολέθριος, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -πήμων (< πῆμα), πρβλ. α-πήμων, δενδρο-πήμων κ.λπ.].