ἀπήμων

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήμων Medium diacritics: ἀπήμων Low diacritics: απήμων Capitals: ΑΠΗΜΩΝ
Transliteration A: apḗmōn Transliteration B: apēmōn Transliteration C: apimon Beta Code: a)ph/mwn

English (LSJ)

ἀπήμον, gen. ἀπήμονος, (πῆμα)
A like ἀπήμαντος, unharmed, unhurt, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων Il.1.415, al.; σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί Od. 4.487; νόστος ἀπήμων ib.519, cf. νῆες ἀπήμονες Opp.H.5.676; ὄλβος, Pi. Pae.9.8; μοῖρα A.R.1.422; without sorrow or without care, ἀ. κραδία κᾶδος ἀμφ' ἀλλότριον Pi.N.1.54, cf.P.10.22: c.gen., ἀπήμων πάσης οἰζύος A.Eu.893.—Rare in Prose, as Hdt.1.42, 4.179, Pl.Phdr.248c, Ph.1.393.
II Act., doing no harm: hence, kindly, propitious, οὖρον ἀπήμονά τε λιαρόν τε Od.7.266, cf. 12.167; πόντος Hes.Op.670; ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε Il.14.164; μῦθος 13.748; πομποί Od.8.566; without hostile intent, A.Supp.186; πλοῦς νεῶν ἀπήμων = free from harm to them, E.IA 1575.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
I de pers. y asimilados, gener. pred.
1 indemne, incólume, sano y salvo en la guerra o situaciones de peligro πὰρ νηῶν ἔλθωμεν ἀπήμονες Il.13.744, cf. Od.4.487
esp. del regreso por mar ἐκ Τροίης ... πάντας ἀ. ἀπονέεσθαι Od.18.260, cf. Hdt.1.42, 4.179, κομίσειεν ἀπήμονα λαὸν Ἐρεχθεύς Nonn.D.39.210.
2 carente de penas o cuidados, despreocupado ἀδάκρυτος καὶ ἀ. ἧσθαι Il.1.415, τίς δὲ πλήν θεῶν ἅπαντ' ἀπήμων τὸν δι' αἰῶνος χρόνον; A.A.554, θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ Pi.P.10.22, ἀ. κραδία κᾶδος ἄμφ' ἀλλότριον Pi.N.1.54, del alma, Pl.Phdr.248c, de la mente ἀπήμων εἴη καὶ ἀζήμιος Ph.1.393.
II de pers. y abstr., usos no pred.
1 que no comporta riesgos o peligros, seguro πομποί Od.8.566, 13.174, νόστος Od.4.519, πλοῦς νεῶν E.IA 1575, νέες Opp.H.5.676, ὄλβος Thgn.383, μοῖρα A.R.1.422
c. gen. (ἕδρα) πάσης ἀ. οἰζύος A.Eu.893.
2 carente de hostilidad, propicio, favorable μῦθος Il.12.80, θεσμός h.Hom.8.16, στόλος A.Supp.186, οὖρος Od.5.268, 7.266, 12.167, πόντος Hes.Op.670, θάλασσα Semon.8.38
afectuoso ἀπήμονι πήχεος ὁλκῷ con un abrazo afectuoso Nonn.D.13.541.
3 benéfico, excelente ὕπνος Il.14.164, χῶρος h.Ap.244, ἀρεταί Ph.1.478.

German (Pape)

[Seite 290] ον (πῆμα), 1) unversehrt, unbeschädigt, Homerisch = glücklich, in vortrefflichem Zustande, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων Iliad. 1, 415; νόστος ἀ. Od. 4, 519; ἀ. ἀπονέεσθαι 18, 260; ἀ. ἐλθεῖν 4, 487. 5, 40. 13, 138 Iliad. 13, 744; ἀ. ἄγειν Od. 10, 551; ἀπάγειν 15, 436; πέμπειν 13, 39; Iliad. 13, 761 τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέθρους, ἀλλ' οἱ μὲν κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες, οἱ δ' ἔσαν βεβλημένοι οὐτάμενοί τε; Aesch. Ag. 540; κραδία ἀμφὶ κῆδος ἀλλότριον Pind. N. 1, 54, unbesorgt; selten in Prosa, Plat. Phaedr. 248 c. – 2) unschädlich, keine Gefahr bringend, d. h. Homerisch: nützlich, förderlich, heilsam, οὖρος Od. 5, 268. 7, 266. 12, 167; ὕπνος Iliad. 14, 164; πομποί Od. 8, 566. 13, 174; μῦθος Iliad. 12, 80. 13, 748; θεός Pind. P. 10, 22; vgl. Aesch. Suppl. 183; Sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 1276.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
I. non endommagé, sain et sauf ; ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων IL sans connaître les larmes et la douleur ; ἀπήμων οἰζύος ESCHL exempt de malheurs ; prospère;
II. 1 inoffensif;
2 favorable, propice.
Étymologie: , πῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπήμων: 2, gen. ονος
1 невредимый (ἀπήμονα οἴκαδ᾽ ἀπάξειν τινά Hom.);
2 благополучный (νόστος Hom.; πλοῦς Eur.);
3 беззаботный, не печалящийся (ἀμφὶ κῆδος Pind.; πάσης οἰζύος Aesch.).;
4 благодатный, живительный (ὕπνος Hom.);
5 благоприятствующий (οὖρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήμων: -ον, γεν. ονος, (πῆμα) ὡς τὸ ἀπήμαντος, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι ὁποιονδήποτε, ἀδάκρυτος καὶ ἀπ. Ἰλ. Α. 415, κτλ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 955· σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοὶ Ὀδ. Δ. 487: εὐτυχής, αἴσιος, νόστος Δ. 519· πλοῦς Εὐρ. Ι. Λ. 1575· μοῖρα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 422· ἄνευ θλίψεως ἢ φροντίδος, ἀμφί τι Πινδ. Ν. 1. 83· μετὰ γεν., ἀπήμων πάσης οἰζύος Αἰσχύλ. Εὐμ. 893: ― σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ὡς Ἡρόδ. 1. 42., 4. 179, Πλάτ. Φαῖδρ. 248C, Φίλων 1. 393. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, ἀβλαβής, καὶ ἑπομ. πρᾶος, ἥσυχος, αἴσιος, οὖρον… ἀπήμονά τε λιαρόν τε Ὀδ. Η. 266, πρβλ. Μ. 167· πόντος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668· ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε Ἰλ. Ξ. 164· μῦθος Ν. 748· πομποὶ Ὀδ. Θ. 566· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀπήμων κέαρ Πινδ. Π.10. 33: ἄνευ ἐχθρικῆς διαθέσεως, Αἰσχύλ. ἱκ. 186: μετὰ γεν., πλοῦς νεῶν ἀπήμων, χωρὶς νὰ πάθωσιν αἱ νῆες βλάβην τινά, Εὐρ. Ι. Α. 1575.

English (Autenrieth)

ονος (πῆμα): without harm; pass., ἀπήμων ἦλθε, ἀπήμονα πέμπειν τινά, ‘safe and sound,’ Od. 4.487, Od. 13.39; act., of anything that tends to safety, νόστος ἀπήμων, ‘happyreturn, Od. 4.519 ; πομποί, ‘kindly,’ Od. 8.566 ; οὖρος, ὕπνος, etc. The distinction of act. and pass. is rather apparent than real.

English (Slater)

ᾰπήμων free from pain θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ (contra Σ. ἀβλαβὴς καὶ ἀνόργητος) pr. (P. 10.22) τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον i. e. indifferent (N. 1.54) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Pae. 9.8)

Greek Monolingual

ἀπήμων, -ον (Α) πήμα
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη ή κακό
2. αυτός που δεν έχει φροντίδες, ξένοιαστος
3. αυτός που δεν προξενεί κακό, ακίνδυνος
4. ήσυχος, αίσιος, ευτυχής.

Greek Monotonic

ἀπήμων: ον, γεν. -ονος (πῆμα
I. αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, ζημία ή κάποιο κακό, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ.· νόστος ἀπήμων, ασφαλής, αίσια επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἀπήμων οἰζύος, αυτός που δεν έχει υποφέρει από παθήματα, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί καμία ζημιά, αβλαβής· και συνεκδοχικά, γλυκύς, επιεικής, ευνοϊκός, λέγεται για ούριο άνεμο, για τον ύπνο, σε Όμηρ.· με γεν., νεῶν ἀπήμαντος, αυτός που δεν έχει προξενήσει ζημία στα πλοία, σε Ευρ.

Middle Liddell

πῆμα
I. unharmed, unhurt, of persons, Hom.; νόστος ἀπ. a safe, prosperous return, Od.: c. gen., ἀπήμων οἰζύος free from distress, Aesch.
II. act. doing no harm, harmless, and so kindly, propitious, of a fair wind, of sleep, Hom.; c. gen., νεῶν ἀπ. free from harm to them, Eur.

English (Woodhouse)

harmless, unharmed, uninjured, free from sorrow, free from trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀβλαβής). Ἀπό τό α στερητ. + πῆμα τοῦ πάσχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed