πήποκα

English (LSJ)

Adv., Dor. = πώποτε, IG5(1).213.5 (Sparta, v B. C.), Theoc. 8.34, Com.Adesp.in Gött.Nachr.1922p.28, Epigr. ap. Poll.4.102.

Greek (Liddell-Scott)

πήποκα: (= πώποτε), Ἐπιγρ. Λακωνικῆς, IG. ant, 79. ― Καὶ ἐν Θεοκρ. Εἰδυλ. Η, 33 κεῖται: πήποχ’ ὁ συριγκτάς, καὶ ἐν ΙΑ, 65 (68) πήποχ’ ὅλως, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ. αντί πώποτε) ποτέ έως τώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήποκα Dor. voor πώποτε.