πίαλος
English (LSJ)
v.l. for σίαλος in Hp.Mul.2.133; but, = παράλευκος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 612] = πιαλέος, Hipp.; aber nach Hesych. παράλευκος, weißlich.
v.l. for σίαλος in Hp.Mul.2.133; but, = παράλευκος, Hsch.
[Seite 612] = πιαλέος, Hipp.; aber nach Hesych. παράλευκος, weißlich.