πίσινος

English (LSJ)

[πῐ], η, ον, (πίσος) made of peas, ἔτνος pea-soup, Ar.Eq. 1171, Antiph.183.7, Dieuch. ap. Orib.4.8.14, Ael.Ep.4.

German (Pape)

[Seite 619] von Erbsen, Ar. Equ. 1176, ἔτνος, wie Antiphan. bei Ath. IX, 370 d.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des pois.
Étymologie: πίσος.

Russian (Dvoretsky)

πίσῐνος: (πῐ) гороховый (ἔτνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πίσῐνος: [ῐ], -η, -ον, (πίσος) ὁ ἐκ πίσων («μπιζελίων») παρεσκευασμένος, ἔτνος π., «σοῦπα μπιζέλια», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5. 7.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α πίσος
1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ' ἔτνος γε πίσινον εὔχρων», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

πίσῐνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μπιζέλια· ἔτνοςπίσινος, σούπα με μπιζέλια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πῐ́σῐνος, η, ον
made of peas, ἔτνος π. pea-soup, Ar.