ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
η, Ν1. ρευστό φαγητό ή ζωμός2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος3. φρ. «έγινε σούπα»(συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa].