πίσσωμα

Greek Monolingual

το, Ν
το αποτέλεσμα του πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο].