παγούρι

Greek Monolingual

το (Μ παγούριον) πάγουρος
φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτες
νεοελλ.
καρκίνος, καβούρι.