καβούρι
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
το
1. μικρός κάβουρας
2. γεν. κάβουρας
3. στον πληθ. τα καβούρια
α) τα υπολείμματα που απομένουν μετά την τήξη του χοινινού λίπους, αλλ. τσιγαρίδες
β) είδος σύκων που παρασκευάζονται με φούρνισμα
4. ναυτ. είδος ονυχάρθρωτης άγκυρας
5. φρ. «καβούρια έχει η τσέπη του» — είναι πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. κάβουρος].