Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καβούρι

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

το
1. μικρός κάβουρας
2. γεν. κάβουρας
3. στον πληθ. τα καβούρια
α) τα υπολείμματα που απομένουν μετά την τήξη του χοινινού λίπους, αλλ. τσιγαρίδες
β) είδος σύκων που παρασκευάζονται με φούρνισμα
4. ναυτ. είδος ονυχάρθρωτης άγκυρας
5. φρ. «καβούρια έχει η τσέπη του» — είναι πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. κάβουρος].