παγωνιά

Greek Monolingual

η
κατάσταση ατμοσφαιρικών συνθηκών η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, δριμύ ψύχος, παγετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγώνω + κατάλ. -ιά, κατά το χειμων-ιά].