παγόβουνο

Greek Monolingual

το
1. μεγάλη επιπλέουσα μάζα πάγου από γλυκό νερό η οποία έχει αποκοπεί από το άκρο ενός παγετώνα ή ενός πολικού παγετωνικού καλύμματος και επιπλέει στις ανοιχτές θάλασσες, κυρίως γύρω από τη Γροιλανδία και την Ανταρκτική, δημιουργώντας έτσι μεγάλο κίνδυνο για την ναυσιπλοΐα
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ ψυχρός άνθρωπος
3. φρ. «η κορυφή του παγόβουνου»
μτφ. μικρό μόνο φανερό μέρος μιας αλήθειας, υπόθεσης, κατάστασης ή ενός φαινομένου, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος παραμένει συγκεκαλυμμένο και άγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος (Ι) + βουνό].