ναυσιπλοΐα
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
η (Α ναυσιπλοΐα) ναυσίπλους
1. ταξίδι με πλοίο
2. μεταφορά προσώπων ή αντικειμένων με πλοίο
νεοελλ.
1. η επιστήμη και τεχνική που έχει ως αντικείμενο τη σχεδίαση και τον έλεγχο της πλεύσης ενός πλοίου.