το (ΑΜ παιδάριον, Α κατά δ. γρφ. παιδάρειον) μικρό παιδί, παιδάκινεοελλ.ανόητος άνθρωποςαρχ.1. μικρό κορίτσι2. νεαρός δούλος («ἕπου μετ' ἐμοῦ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -άριο(ν)].