παιδιώδης
English (LSJ)
παιδιῶδες, (παιδιά)
A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a.
II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.
German (Pape)
[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδιώδης -ες [παιδιά] dol op amusement:. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος εἶναι ook wie dol is op amusement geldt als onmatig Aristot. EN 1150b16.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.
Greek Monolingual
(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.
(II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).
Greek Monotonic
παιδιώδης: -ες (παιδιά), παιγνιώδης, παιχνιδιάρικος, Λατ. ludibundus, σε Αριστ.
Middle Liddell
παιδι-ώδης, ες [παιδια]
playful, Lat. ludibundus, Arist.