Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παιχνιδιάρικος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και παιγνιδιάρικος, -η, -ο παιχνιδιάρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα»)
2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος.
επίρρ...
παιχνιδιάρικα
με παιχνιδιάρικο τρόπο.