παιχνιδιάρικος
From LSJ
Greek Monolingual
και παιγνιδιάρικος, -η, -ο παιχνιδιάρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα»)
2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος.
επίρρ...
παιχνιδιάρικα
με παιχνιδιάρικο τρόπο.