παιδοβόρος

English (LSJ)

παιδοβόρον, child-eating, μόχθοι π., of Thyestes, A.Ch.1068 (anap., Aurat. for παιδόμοροι), cf. Nonn. D. 21.120.

German (Pape)

[Seite 440] Kinder verzehrend, Aesch. Ch. 1064, nach Staul. Em. für παιδόμορος, vom Thyestes; Nonn. D. 21, 120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les enfants.
Étymologie: παῖς, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοβόρος -ον [παῖς, βιβρώσκω] kinderen etend.

Russian (Dvoretsky)

παιδοβόρος: пожирающий детей: παιδοβόροι μόχθοι (sc. Θυέστου) Aesch. муки Тиеста, которого накормили мясом собственных детей.

Greek Monolingual

παιδοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος].

Greek Monotonic

παιδοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει παιδιά, μόχθοι, παιδοβόροι, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβόρος: -ον, ὁ τοὺς παῖδας βιβρώσκων, μόχθοι π., ἐπὶ τοῦ Θυέστου, Αἰσχύλ. Χο. 1068 (κατὰ τὸν Aurat. ἀντὶ παιδομόροι), Νόνν. Δ. 21. 120· πρβλ κουροβόρος.

Middle Liddell

παιδο-βόρος, ον, βιβρώσκω
child-eating, μόχθοι π., said of Thyestes, Aesch.