παιδομανής
English (LSJ)
παιδομανές, mad after boys, AP 5.18 (Rufin.), Plu.2.88f; παιδομανὴς ἔρως Alex.Aet. 5.5; κραδία AP5.207 (Mel.); ἀλιτροσύνη ib.301.8 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 441] ές, knabentoll, in Knaben rasend verliebt; Rufin. 14 (V, 19): Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c, ἀλιτροσύνη, Agath. 3 (V, 302): a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fou des enfants.
Étymologie: παῖς, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
παιδομᾰνής: без ума любящий мальчиков Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
παιδομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς τοὺς παῖδας ἐγαπῶν, Ἀνθ. Π. 5. 19, 302, Πλούτ. 2. 88F· π. ἔρως Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 699C· καρδία Ἀνθ. Π. 5. 208.
Greek Monolingual
παιδομανής, -ές (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά μανιωδώς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδομανής
ο παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναικομανής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδομανής -ές [παῖς, μαίνομαι] gek op jongetjes.