παλαθίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = παλάθη (cake of preserved fruit), Ph.Mech. Bel. 89.28, Str. 2.3.4.

German (Pape)

[Seite 444] ίδος, ἡ, = Vorigem, Strab. 2, 3, 4.

Greek Monolingual

παλαθίς, -ίδος, ἡ (Α)
παλάθιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάθη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμίς)].

Greek Monotonic

πᾰλᾰθίς: ἡ, = το προηγ., σε Στράβ.