παλάθη
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ, cake of preserved fruit, Hdt.4.23, Thphr. HP 4.2.10, LXX 1 Ki.25.18, al., Amynt. ap. Ath.11.500d, Luc.Pisc.41, Vit.Auct. 19.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, eine Masse getrockneter Früchte, welche in eine längliche Form zusammengedrückt wurde, eine Art Marmelade; von Nüssen, Her. 4, 23; gew. von Feigen, ἰσχάδων, καρύων, Luc. Pisc. 41 u. öfter; vgl. Amyntas bei Ath. XI, 500 d; Alciphr. 3, 20. 51; Theophr. u. VLL.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gâteau de fruits desséchés (noix, figues, etc.) pressés et alignés les uns contre les autres.
Étymologie: παλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλάθη: (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλάθη: ἡ, ὁρμαθὸς ξηρῶν καρπῶν μάλιστα σύκων, ἀλλὰ καὶ καθόλου μᾶζα συμπεπιεσμένων καρπῶν, π.χ. σύκων, ἐλαιῶν, σταφίδων καὶ ἄλλων καρπῶν, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 1, Λουκ. Ἁλ. 41, Βίων Πρᾶσις 19, Ἀμύντας παρ’ Ἀθην. 500D, Wessel. εἰς Διόδ. 17. 67· - ὑποκορ. πᾰλάθιον, τό, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 478D· πᾰλᾰθίς, ίδος, ἡ, Στράβ. 99. - Κατὰ Σουΐδ.: «παλάθαι, μᾶζαι σύκων, καὶ παλασίων τῶν πεπατημένων ἰσχάδων, παλάθαι δὲ καὶ εἶδος βοτάνης. ἢ τὰ ἐκ τρυγὸς πλάσματα. ἢ ἡ ἐπάλληλος θέσις τῶν σύκων».
Greek Monolingual
παλάθη, ἡ (Α)
1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων
2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη, παλαστή «παλάμη», πελανός «είδος γλυκίσματος» ή κατ' άλλους με το ρ. πλάσσω (πρβλ. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος, πλάθ-ανον). Ωστόσο, είναι πιθ. όλοι οι προηγούμενοι τ. να ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα pel∂- / plā με σημ. «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ. πλάσσω). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. με το αρχ. άνω γερμ. flado (πρβλ. γαλλ. flan «είδος γλυκίσματος»). Τέλος, τόσο η σύνδεση της λ. παλάθη με το ρ. πίμπλημι, όσο και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ., δεν θεωρούνται πιθανές].
Greek Monotonic
πᾰλάθη: [λᾰ], ἡ, γλύκισμα από συντηρημένα φρούτα, κομπόστα, γλυκό κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cake made of conserved fruits (Hdt. 4, 23, Thphr., LXX).
Other forms: παλάσιον bel.
Derivatives: Dimin. παλαθ-ίς f. (Ph. Bel., Str.), -ιον n. (Polem. Hist.), also παλάσ-ιον (Ar. Pax 574; v.l. -θιον); -ώδης π.-like' (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: If, as probable, to πλάσσω (s.v.), only in ablaut deviating from second part of the compounds κορο-, πηλο-πλάθος and from πλάθανον (s.v.). The same (disyll.) root has been supposed in παλά-μη, παλα-στή, but a root *plh₂- cannot have given πλα-; full grade in πέλα-νος ? Cf. also πλάξ (which cannot have a disyll. root). After Prellwitz however to πλῆθος, πίμπλημι, but *pleh₁- is here impossible. -- Or an adapted foreign word (quite hypothetic etymology by Lewy Fremdw. 77; s. also Grimme Glotta 14, 17)? To be rejected Specht Ursprung 255: θ from IE. th. - Furnée 259 cites παλάσια τὰ συγκεκομμένα σῦκα. καὶ διὰ τοῦ θ παλάθια H.; the variation θ/σ shows that it is a Pre-Greek word.
Middle Liddell
πᾰλᾰ́θη, ἡ,
a cake of preserved fruit, Hdt., Luc.
Frisk Etymology German
παλάθη: {paláthē}
Grammar: f.
Meaning: Kuchen aus eingemachten Früchten (Hdt. 4, 23, Thphr., LXX u.a.).
Derivative: Demin. παλαθίς f. (Ph. Bel., Str.), -ιον n. (Polem. Hist.), auch παλάσιον (Ar. Pax 574 [lyr.]; v.l. -θιον); -ώδης ’π.-ähnlich’ (Dsk.).
Etymology: Wenn, wie wahrscheinlich, zu πλάσσω (s.d.), nur im Ablaut vom Hinterglied der Syntheta κορο-, πηλοπλάθος und von πλάθανον (s.d.) abweichend. Dieselbe zweisilbige Schwundstufe in παλάμη, παλαστή; daneben das hochstufige πέλανος ? Vgl. auch πλάξ. Nach Prellwitz dagegen zu πλῆθος, πίμπλημι; schon formal bedenklich. —Oder zurechtgelegtes Fremdwort (ganz hypothetische Etymologie bei Lewy Fremdw. 77; s. auch Grimme Glotta 14, 17)? Abzulehnen Specht Ursprung 255: θ aus idg. th.
Page 2,464