παλιλλογώ

Greek Monolingual

(Α παλιλλογῶ, -έω)
λέγω πάλι αυτά που είπα, επαναλαμβάνω
αρχ.
ανακεφαλαιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λογῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. παλίλλογος.