παλινίδρυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, sinking, settling down, Hp.Hum.2.

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Wiederfestsetzen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνίδρῡσις: ἡ, τὸ ἐκ νέου ἱδρύειν, Ἱππ. 47. 27.

Greek Monolingual

παλινίδρυσις, ἡ (Α)
επανίδρυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἵδρυσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλινίδρυσις -εως, ἡ [πάλιν, ἵδρυσις] nieuwe zithouding.