ἵδρυσις

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵδρῡσις Medium diacritics: ἵδρυσις Low diacritics: ίδρυσις Capitals: ΙΔΡΥΣΙΣ
Transliteration A: hídrysis Transliteration B: hidrysis Transliteration C: idrysis Beta Code: i(/drusis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A founding, foundation, especially of temples, ἱερῶν -σεις Pl.R. 427b, cf.IG22.337 (iv B.C.): abs., Pl.Lg.909e; ἕ. ξοάνων setting up of statues, D.H.2.18; πόλεως ἵδρυσιν λαμβανούσης Plu.Rom.9.
2 Ἑρμέω ἱδρύσιες statues of Hermes, AP6.253 (Crin.).
II settlement, abode, Str.8.7.1, Plu.2.408a: metaph., οὐκ ἔχειν ἵ. ib.651d, etc. [ῠ only in later Poets, AP l.c.]

German (Pape)

[Seite 1239] ἡ, das Gründen, Aufrichten, bes. von Tempeln u. Götterbildern, ἱερῶν Plat. Rep. IV, 427 b, ἱδρύσεις ὑπισχνεῖσθαι θεοῖς καὶ δαίμοσι Legg. X, 909 e; ξοάνων D. Hal. 2, 18, a. Sp.; – der Sitz, ζητήσαντες ἕκαστος ἵδρυσιν αὑτῷ Strab. VIII, 383; Plut. [Crinag. 7 (VI, 253) braucht υ kurz.]

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de fonder, de bâtir;
II. 1 assiette, consistance;
2 monument fondé ; demeure, résidence.
Étymologie: ἱδρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἵδρῡσις: εως (ῐδ) ἡ
1 возведение, сооружение, постройка (ἱερῶν Plat.; πόλεως Plut.);
2 храм, святилище: ἱδρύσεις ὑπισχνεῖσθαι θεοῖς Plat. давать обет воздвигнуть храмы богам;
3 изображение, изваяние (Ἑρμέω ἱδρύσιες Anth. - с ῠ);
4 местопребывание, местонахождение, место (οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἵδρῡσις: -εως, ἡ, τὸ ἱδρύειν, ἀνεγείρειν, κτίζειν, ἰδίως ναούς, Πλάτ. Πολ. 427B, Νόμ. 909E. ἵδρυσις ξοάνων, τοποθέτησις, ἐγκαίνια εἰδώλων, Διον. Ἁλ. 2. 18.· ἵδρυσις πόλεως Πλουτ. Ρωμ. 9. 2) Ἑρμέω ἱδρύσιες, ἀγάλματα Ἑρμοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 253. ΙΙ. διαμονή, κατοικία, Στράβ. 383, Πλούτ. 2. 408A· μεταφ., οὐκ ἔχειν ἵδρυσιν αὐτόθι 651D, κτλ. ῠ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 242.

Greek Monotonic

ἵδρῡσις: -εως, ἡ (ἱδρύω
1. ίδρυση, ανέγερση, οικοδόμηση, λέγεται για ιερά, σε Πλάτ.
2. Ἑρμέω ἱδρύσιες, αγάλματα του Ερμή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἵδρῡσις, εως ἱδρύω
1. a founding, building, of temples, Plat.
2. Ἑρμέω ἱδρύσιες his statues, Anth.